- ἀγενές
- ἀγενήςunbornmasc/fem voc sgἀγενήςunbornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
небытьныи — (2*) пр. 1.Несуществующий: створивыи б҃ъ огнь и водѹ ѿ небытнаго сѹщьства (οὐκ ὄντων) ΓΑ XIII–XIV, 183а. 2. Недостойный, непотребный: бы(с) [монах] посьтрекаѥмъ на д҃ву… она же… ре(ч) ѥму никакоже сѧ смути. ни небытно что створи на мне… || …аще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θαλλοσπόριο — το αγενές σπόριο τών ατελών μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thallospore < thallo (πρβλ. θαλλός) + spore (πρβλ. σπόρος)] … Dictionary of Greek
κονίδιο — Σπόριο αγενούς αναπαραγωγής, το οποίο σχηματίζεται στις κορυφές ή στις πλευρές ειδικών υφών του μυκηλίου των μυκήτων. Είναι χαρακτηριστικά στους ανώτερους μύκητες και, ειδικότερα, στους ασκομύκητες και στους δευτερομύκητες. Υπάρχει μεγάλη… … Dictionary of Greek
υποκόρισμα — το / ὑποκόρισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος νεοελλ. μσν. υποκοριστικός τύπος μσν. 1. (με κακή σημ.) μίμηση («ὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)… … Dictionary of Greek
χλαμυδοσπόριο — το, Ν (μυκητ.) αγενές σπόριο με παχέα τοιχώματα, που εμφανίζεται σε ορισμένους μύκητες και προέρχεται από διαφοροποίηση τών ενδιάμεσων κυττάρων τής υφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlamydospore < χλαμύς, ύδος + σπόρος] … Dictionary of Greek
σποριάγγαο — (Βιολ.). Το αγενές αναπαραγωγικό όργανο των σποριόφυλων, (πτεριδόφυτων, βρυόφυτων, φυκών, μύκητων) μέσα στον οποίο δημιουργούνται τα σπόρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται ως σ. και ο σχηματισμός εγγενούς αναπαραγωγής (π.χ.… … Dictionary of Greek